Γιώργος Κ. Παναγιωτάκης, Τίγκρε - με τα χέρια γυμνά

Γράφει η Λίνα Λυχναρά

Το βιβλίο του Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη ταξιδεύει τον αναγνώστη στη χώρα που επιβάλλει το θέμα του. Γιατί πού αλλού θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια ιστορία που αναφέρεται στο ποδόσφαιρο, αν όχι στη Βραζιλία και, στην περίπτωση μας, σε μία φαβέλα;

Μέσα σε ένα περιβάλλον φτώχειας, ένας ρωμαλέος έφηβος, ο Τίγκρε, τοποθετεί όλα του τα όνειρα στις επιδόσεις του σε αυτό το άθλημα. Το αγόρι ζει με τη γιαγιά του. Η μητέρα του καταστράφηκε από το αλκοόλ, ο πατέρας, μετά από ένα διάστημα που πέρασε στη φυλακή, εγκαταλείπει οριστικά τον γιο του και δημιουργεί μια καινούρια οικογένεια.

Το βιβλίο μπορεί να μοιάζει βαρύ και καταθλιπτικό με τόσα θλιβερά γεγονότα που ανέφερα, αλλά δεν είναι έτσι, γιατί στη ζωή του ήρωα υπάρχει το ποδόσφαιρο, δηλαδή ο αγώνας. Αγώνας με την κυριολεκτική, αλλά και τη μεταφορική έννοια.

Τα παιδιά της φαβέλας έχουν κάνει μία ομάδα και την έχουν ονομάσει Ατλέτικο Εσπεράνσα. Και η ελπίδα είναι ίσως το μόνο πράγμα που υπάρχει σε αφθονία στη φαβέλα. Αν μάλιστα κάποιος αφουγκραστεί τις οδηγίες του γηραιού προπονητή που γυμνάζει τα παιδιά, αντιλαμβάνεται εύκολα τις διαστάσεις που παίρνει το άθλημα στη διαμόρφωση της ψυχικής ισορροπίας ενός εφήβου: «Θα λες μέσα σου: Όχι δε θα περάσει η μπάλα. Δε θα της επιτρέψω να περάσει. Είμαι ένας τοίχος που ορθώνεται μπροστά από τους αντιπάλους μου».

Όταν το αγόρι επιθυμήσει ένα ζευγάρι γάντια, ο προπονητής Μπαρμπόσα θα του πει: «Έχουμε μονάχα τα κόκαλα, το δέρμα και την ψυχή μας. Με αυτά παίζουμε, με αυτά ζούμε. Αν τα καλύψουμε με τον τρόπο που πας να τα καλύψεις εσύ, κινδυνεύουμε να χάσουμε την ανθρωπιά μας». Ενώ αλλού, ο ίδιος ο ήρωας λέει: «Το ποδόσφαιρο είναι αγνό πράμα, όμορφο. Δίνει ελπίδα και παρηγοριά. Κάνει τους ανθρώπους καλύτερους».

Το βιβλίο του Γιώργου Κ. Παναγιωτάκη δεν περιορίζεται μόνο σε συναισθηματικές αναφορές για το ποδόσφαιρο, αλλά «στήνει» περιγραφές αγώνων που έχουν την πιστότητα ραδιοφωνικής μετάδοσης και δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι παρακολουθεί πραγματικούς αγώνες. Οι λάτρεις του αθλήματος, ας το λάβουν υπόψη τους αυτό.

Δίνω ένα απόσπασμα όπου υπάρχει και ένα κορίτσι με μεγάλο ταλέντο στο ποδόσφαιρο: «Βλέπω τη Φαμπιάνα να τρέχει μπροστά. Πετάγομαι τότε απάνω και πετάω την μπάλα προς το μέρος της. Εκείνη την ανοίγει μπροστά, περνά τη σέντρα, αποφεύγει με ένα σάλτο ένα δολοφονικό τάκλιν και πασάρει στον κενό χώρο για τον Αλμπερτίνο, που έτρεχε ανάμεσα από δύο αμυντικούς».

Όμως, στην ιστορία του Τίγκρε, εκτός από το ποδόσφαιρο, υπάρχει κι ένα βιβλίο που λειτουργεί σαν διακείμενο. Πρόκειται για τις Μεγάλες προσδοκίες του Ντίκενς, που διαβάζει ο Τίγκρε και κάποιες στιγμές ταυτίζεται με τον έφηβο ήρωα τού βιβλίου. Η αναφορά, μάλιστα, του συγγραφέα σε ένα βιβλίο όπως οι Μεγάλες προσδοκίες θυμίζει τη φράση του Ουμπέρτο Έκο «Καμιά φορά, τα βιβλία μιλούν με βιβλία». Κι έτσι η λογοτεχνία παύει να είναι οποιοδήποτε είδος δημοσιογραφικού ρεπορτάζ.

 

Η Λίνα Λυχναρά είναι καθηγήτρια στα πανεπιστημιακά τμήματα του Γαλλικού Ινστιτούτου και συγγραφέας.