Μαριά Μπάστα, Φαίδωνας και Ελλάνικος

Γράφει η Λίνα Λυχναρά

Κάποιες φορές, η κατανόηση του τρόπου γραφής ενός μυθιστορήματος, αλλά και του μυθιστορήματος του ιδίου, μπορεί να ανιχνευθεί στα πιο απίθανα σημεία του βιβλίου. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Φαίδωνας και Ελλάνικος, νομίζω πως βρίσκεται στο εισαγωγικό του σημείωμα που αναφέρεται στη συγγραφέα: «Η πρώτη της επίσκεψη στο κάστρο της Ζακύνθου, όταν ήταν έξι ετών, της έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, που αποφάσισε να φτιάξει μια μηχανή του χρόνου για να μπορεί να ταξιδεύει στο παρελθόν και να ανακαλύπτει πώς ήταν κάποτε η ζωή των ανθρώπων».

Πιστεύω πως η Μαρία Μπάστα στο βιβλίο της Φαίδωνας και Ελλάνικος βρήκε αυτή τη μηχανή που της επιτρέπει να μεταφέρεται και να μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα τόσο μακρινό παρελθόν όσο η Χίος του 481 π.Χ., όπου οι ήρωές της εμπλέκονται, όπως είναι φυσικό, στα γεγονότα της εποχής, με κορυφαίο τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Όμως δεν έχουμε ένα ιστορικό μυθιστόρημα με την τρέχουσα έννοια του όρου. Κανένα γνωστό ιστορικό πρόσωπο δεν είναι πρωταγωνιστής του βιβλίου, κι αν εμφανίζεται ο Θεμιστοκλής, αυτό συμβαίνει σε κάποιες παραγράφους, στο τέλος της δράσης. Αυτό που κυριαρχεί είναι ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων που καθορίζει τη δράση και τις συμπεριφορές τους. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη ζωή και τον θάνατο, το θείο και το ανθρώπινο.

Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Φαίδωνας, είναι ένας έφηβος που ζει στη Χίο την ιστορική περίοδο που αναφέραμε κι ο οποίος μοιάζει να έχει μια στενή σχέση με τον Ελλάνικο και, εξαιτίας αυτού, με τα θεία. Αλλά ας δούμε πρώτα ποιος είναι αυτός ο Ελλάνικος, γιατί μ’ αυτόν τα πράγματα περιπλέκονται, καθώς στις πράξεις των ανθρώπων παρεμβαίνει η θέληση των θεών. Μεγάλο μέρος της γοητείας του βιβλίου, μάλιστα, οφείλεται στην παρέμβαση αυτή, καθώς οι θεοί έχουν δυναμική και συνεχή παρουσία στη δράση, ενώ κάποιες φορές διαθέτουν τις ίδιες αδυναμίες –σωματικές και ψυχικές– με τους θνητούς. Στις πρώτες σελίδες, μάλιστα, αναφέρεται η ιστορία του θεού Ήφαιστου. Ο καημένος ο θεός ήταν τόσο άσχημος, που, όταν γεννήθηκε, η μητέρα του η Ήρα τον πέταξε από τον Όλυμπο τόσο μακριά, που βρέθηκε στη θάλασσα και τον μεγάλωσε η Νηρηίδα Θέτιδα. Όταν ο Ήφαιστος έφτασε στην ηλικία που στήνει το σιδηρουργείο του, της φτιάχνει ένα υπέροχο κόσμημα που, όταν το βλέπει η μητέρα του, της αρέσει τόσο πολύ, που τον ξαναπαίρνει στον Όλυμπο. Όμως ο Ήφαιστος είναι άτυχος θεός. Δεύτερη φορά τον πετάνε από τον Όλυμπο, αυτή τη φορά ο πατέρας του ο Δίας. Τον πετάει τόσο μακριά, που «προσγειώνεται» στη Λήμνο και τραυματίζεται σοβαρά. Υποφέρει σε τέτοιο βαθμό, που εύχεται να ήταν θνητός και να πέθαινε. Τον βρίσκει όμως ένας βοσκός που τον περιποιείται και τον γιατρεύει.

«Χόρτασε καλοσύνη ο θεός, γαλήνεψε η ψυχή του» γράφει η Μαρία Μπάστα κι εγώ, που βρίσκω τόσο ανθρώπινη αυτή τη φράση, εξομολογούμαι πως και μόνο η φράση αυτή θα ήταν αρκετή για να μου αρέσει το βιβλίο!

Πέρα από τις αναφορές στον γνωστό μύθο, ο οποίος εδώ λειτουργεί σαν αφετηρία, η Μαρία Μπάστα στήνει τη δική της ιστορία, με τα δικά της ευρήματα και τη δική της μυθοπλασία. Ο Ήφαιστος, για να ανταμείψει την καλοσύνη των ανθρώπων, τους χαρίζει τον Ελλάνικο, ένα φυλακτό που προστατεύει από κάθε κακό, ο οποίος καταλήγει στην οικογένεια του Φαίδωνα, του κεντρικού ήρωα του βιβλίου. Ο πατέρας του αγοριού είναι ναυτικός και ο Φαίδωνας τον ακολουθεί σε ένα ταξίδι του. Το αγόρι παίρνει τον Ελλάνικο μαζί του, αλλά και τη Μελία, τη σοφή ομιλούσα γάτα του, που τον προειδοποιεί για τους κινδύνους που τον απειλούν.

Το ταξίδι έχει τις περιπέτειές του με έναν ρεαλισμό που μας επιτρέπει να θαυμάσουμε τη ναυτοσύνη, μια από τις βασικότερες αρετές των Ελλήνων, αλλά και να γνωρίσουμε τις ακτές της Μεσογείου. Η συγγραφέας μάς δίνει μια πιστή ιστορική αναπαράσταση της εποχής, όπως τη ζωή στη Μασσαλία, όπου περιγράφει τους τραπεζίτες: «Η δουλειά του τραπεζίτη στα λιμάνια ήταν πολύ σημαντική τα χρόνια εκείνα: ήταν εκείνος που ζύγιζε τα νομίσματα των ταξιδιωτών και τα μετέτρεπε στο νόμισμα του τόπου. Έπρεπε να ξέρει αριθμητική, να γράφει, να διαβάζει, αλλά και να ξέρει τους νόμους. Έδινε και δάνεια, τα οποία σημείωνε στο βιβλίο του. Όσο για τον εξοπλισμό του, ήταν πολύ απλός: ένα τραπέζι, μια ζυγαριά κι ένα βιβλίο».

Ο έφηβος Φαίδωνας, που ξέρει αριθμητική, βρίσκει ένα τραπέζι και για ένα διάστημα γίνεται τραπεζίτης! Είναι συναρπαστικό το ταξίδι των λέξεων στον χρόνο.

Όμως η συγγραφέας δε μένει μόνο σε ρεαλιστικές περιγραφές. Δημιουργεί μυθικά πρόσωπα που δίνουν έναν ποιητικό τόνο στην αφήγηση και, σε συνδυασμό με τη διαρκή δράση, συνεισφέρουν στην τελική συναρπαστική εικόνα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Κι αυτό είναι το καλύτερο μάθημα ιστορίας!

 

Η Λίνα Λυχναρά είναι καθηγήτρια στα πανεπιστημιακά τμήματα του Γαλλικού Ινστιτούτου και συγγραφέας.