Πρόκειται για μια –αριστοτεχνικά γραμμένη– υπερβατική ανασκόπηση ολόκληρου του 20ού αιώνα, μα και για το βιβλίο που σύστησε στο ελληνικό κοινό μια από τις πιο σημαντικές λογοτεχνικές φωνές του καιρού μας.
«Το Αρχέγονο βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος» γράφει η Τοκάρτσουκ στην αρχή του μυθιστορήματός της. Και είναι αλήθεια. Από το μικρό αυτό χωριό που είναι κρυμμένο κάπου μεταξύ μύθου και πραγματικότητας μοιάζουν να περνούν όλα τα ορατά και τα αόρατα νήματα που κρατούν ενωμένο τον κόσμο μας: το χειροπιαστό και το άυλο, ο έρωτας και ο θάνατος, οι μεμονωμένοι άνθρωποι και η μεγάλη ιστορία, τα τραύματα και η επούλωση ή το κακοφόρμισμά τους. Πρόκειται για μια –αριστοτεχνικά γραμμένη– υπερβατική ανασκόπηση ολόκληρου του 20ού αιώνα, μα και για το βιβλίο που σύστησε στο ελληνικό κοινό μια από τις πιο σημαντικές λογοτεχνικές φωνές του καιρού μας.
Ο Φορντ, περιγράφοντας συνηθισμένες, με μια πρώτη ματιά, καταστάσεις καταφέρνει να συνθέσει μια άκρως λεπτομερή τοιχογραφία της αμερικανικής πραγματικότητας, αλλά και της ανθρώπινης ύπαρξης εν γένει.
Η καθημερινότητα είναι περίπλοκο πράγμα. Περίπλοκο, μα και τόσο δραματικό, που πολύ συχνά φτάνει ή και ξεπερνά τα όρια του κωμικού. Αυτό το συνειδητοποιεί για τα καλά ο Φρανκ Μπάσκομπ, πρώην αθλητικογράφος και νυν μεσίτης ακινήτων, στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου που συμπίπτει με την εθνική γιορτή των Αμερικανών, όταν πηγαίνει μια εκδρομή παρέα με τον γιο του. Και μαζί του το συνειδητοποιούμε και εμείς, παραδομένοι στη διεισδυτική, αναλυτική και σχεδόν υπνωτιστική γραφή του Φορντ, ο οποίος περιγράφοντας συνηθισμένες, με μια πρώτη ματιά, καταστάσεις καταφέρνει να συνθέσει μια άκρως λεπτομερή τοιχογραφία της αμερικανικής πραγματικότητας, αλλά και της ανθρώπινης ύπαρξης εν γένει.
Σύντομα, λιτά και μ’ έναν τόνο κοφτό, χαμηλόφωνο και συχνά ειρωνικό, τα είκοσι εννέα διηγήματα αυτής της έκδοσης προσπαθούν να διαχειριστούν έναν συλλογικό πόνο.
Σύντομα, λιτά και μ’ έναν τόνο κοφτό, χαμηλόφωνο και συχνά ειρωνικό, τα είκοσι εννέα διηγήματα αυτής της έκδοσης προσπαθούν να διαχειριστούν έναν συλλογικό πόνο. Εκείνον της καταστροφής, της απώλειας, των ενοχών και της πρόσφατα βιωμένης φρίκης. Είναι γραμμένα από εκπροσώπους της γερμανόφωνης γενιάς που έζησε –σιωπηλή και αποτραβηγμένη στις περισσότερες περιπτώσεις– το όνειδος του ναζισμού και τον τρόμο των εκτοπισμών και των βομβαρδισμών, και πλέον βιάζεται να μιλήσει, να ξεσπάσει και να εκφράσει τα συναισθήματα ενός ολόκληρου λαού. Πολλοί από τους συγγραφείς δημοσίευσαν για πρώτη φορά κείμενά τους μετά το τέλος του πολέμου (παράδειγμα ο Χάινριχ Μπελ, η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, ο Χάινερ Μύλλερ, η Ίλζε Άιχινγκερ κ.ά.). Άλλοι, όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και ο Βάλτερ Μπάουερ, ήταν ήδη γνωστοί ή είχαν κυνηγηθεί από τους ναζί. Σημαντική παρουσία έχουν οι συγγραφείς εβραϊκής καταγωγής καθώς και οι γυναίκες.
Ο Σαβιάνο γυρίζει την πλάτη στη φολκλορική παρουσίαση των εγκληματικών οργανώσεων και επιχειρεί να καταγράψει τη σκληρή πραγματικότητα της πόλης του.
Τα μέλη της «τράτας των παιδιών» τριγυρνούν με τα σκούτερ τους στους δρόμους της Νάπολης, ανεβάζουν στάτους στα social media, μαθαίνουν σκοποβολή πάνω σε μετανάστες, παίζουν βίντεο γκέιμς, πουλούν ναρκωτικά, αγοράζουν ακριβά ρούχα για εκείνους και τις κοπέλες τους και πασχίζουν να ξεφύγουν από την προδιαγεγραμμένη (λόγω της τάξης, της καταγωγής και του τόπου στον οποίο τους έτυχε να γεννηθούν) μοίρα τους με τον πιο παράδοξο τρόπο: Κυνηγώντας αυτή τη μοίρα με πάθος. Γινόμαστε λοιπόν μάρτυρες της προσπάθειάς τους να ανεβούν ψηλά στις τάξεις της Καμόρα, γνωρίζοντας, φυσικά, πως κάθε τέτοια αναρρίχηση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απότομη πτώση. Ο Σαβιάνο γυρίζει την πλάτη στη φολκλορική παρουσίαση των εγκληματικών οργανώσεων και επιχειρεί να καταγράψει τη σκληρή πραγματικότητα της πόλης του, σε ένα βιβλίο που αποτελεί ιδανικό συμπλήρωμα στο περίφημο «Γόμορρα».
Μοιάζει παράξενα επίκαιρο, μάλλον όμως είναι απλώς διαχρονικό.
Είναι αδύνατο να μιλήσεις για αυτό το βιβλίο δίχως να αναφερθείς στον Κάφκα. Το φάντασμα του τελευταίου, άλλωστε, κυνηγούσε τον Μπουτζάτι σε όλη του τη ζωή – συχνά, μάλιστα, παραπονιόταν για αυτές τις αναφορές. Γραμμένο λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το μυθιστόρημα έχει για ήρωα έναν νεαρό αξιωματικό που φτάνει για να αναλάβει υπηρεσία σε ένα οχυρό, στα βόρεια σύνορα μιας απροσδιόριστης χώρας. Μπροστά του απλώνεται η λεγόμενη έρημος των Ταρτάρων, απ’ όπου κανείς εχθρός δεν έχει εμφανιστεί εδώ και αιώνες. Στο εξής, λοιπόν, απλώς θα περιμένει να του δοθεί μια ευκαιρία για δόξα. Είναι το ιδανικό σκηνικό για να ξεδιπλωθεί η μεγάλη υπαρξιακή αγωνία και για να ανθίσουν οι ψευδαισθήσεις, τα όνειρα και οι μάταιες προσδοκίες. Μοιάζει παράξενα επίκαιρο, μάλλον όμως είναι απλώς διαχρονικό.
Το Βερολίνο του Μεσοπολέμου μέσα από τα χρονογραφήματα και τα δημοσιογραφικά άρθρα ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Το Βερολίνο του Μεσοπολέμου μέσα από τα χρονογραφήματα και τα δημοσιογραφικά άρθρα ενός από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Ο αναγνώστης ακούει τους ήχους της πόλης, τρυπώνει στα άσυλα των αστέγων και στα πολυτελή πολυκαταστήματα, βλέπει τους ναζί να πληθαίνουν στους δρόμους, μυρίζει τον καπνό από τα βιβλία που καίγονται στις πλατείες και νιώθει τις δονήσεις της μεγάλης τραγωδίας που πλησιάζει. «Πρέπει μέσα σε μισή σελίδα να πεις κάτι που αξίζει» έλεγε ο ίδιος ο Γιόζεφ Ροτ. Και το κάνει στον απόλυτο βαθμό.
Βρισκόμαστε στη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 1930, στις μέρες δηλαδή που η δημοκρατία της Βαϊμάρης καταρρέει και η σκιά του ναζισμού ολοένα και μεγαλώνει.
Ο Μικρός και το Μανάρι κάνουν τα πρώτα τους ασταθή βήματα στον κόσμο της οικογενειακής ζωής. Οι εποχές όμως είναι οριακές. Βρισκόμαστε στη Γερμανία των αρχών της δεκαετίας του 1930, στις μέρες δηλαδή που η δημοκρατία της Βαϊμάρης καταρρέει και η σκιά του ναζισμού ολοένα και μεγαλώνει. Χρησιμοποιώντας μια ανάλαφρη, σχεδόν εύθυμη αφήγηση, ο Φάλαντα μας χαρίζει ένα ζωντανό ρεπορτάζ εκείνων των ημερών. Βλέπουμε λοιπόν τις μικρές καθημερινές στιγμές που εκτυλίσσονται στο σπίτι του ζευγαριού, στους δρόμους, στους χώρους εργασίας, στις δημόσιες υπηρεσίες και στα πάρκα όπου περνούν τη μέρα τους οι άνεργοι και οι απελπισμένοι. Και καταλαβαίνουμε πολύ καλά γιατί συνέβη ό,τι συνέβη.
Ένα αναμορφωτήριο στη Φλόριντα της δεκαετίας του 1960. Δύο κατηγορίες αγοριών, τα λευκά και τα μαύρα. Ένα μυστικό νεκροταφείο πίσω από το κρατητήριο. Παιδιά που εξαφανίζονται μυστηριωδώς, δίχως κανείς να τα αναζητήσει.
Ένα αναμορφωτήριο στη Φλόριντα της δεκαετίας του 1960. Δύο κατηγορίες αγοριών, τα λευκά και τα μαύρα. Ένα μυστικό νεκροταφείο πίσω από το κρατητήριο. Παιδιά που εξαφανίζονται μυστηριωδώς, δίχως κανείς να τα αναζητήσει. Ένα άτυχο αγόρι με μεγάλα όνειρα που η ιστορία του γίνεται ένα από τα πολλά θαμμένα μυστικά της επίσημης ιστορίας. Γραφή διεισδυτική που δίχως να πέφτει στην παγίδα της στείρας καταγγελίας ή του συναισθηματισμού αναζητά αιτίες, θέτει ερωτήματα και ταρακουνάει τον αναγνώστη ενεργοποιώντας τα ανθρωπιστικά αντανακλαστικά του. Αυτά είναι μερικά από τα υλικά που χτίζουν το έξοχο αυτό μυθιστόρημα το οποίο, ξεκινώντας από πραγματικά γεγονότα, καταφέρνει να μιλήσει όχι τόσο για την Αμερική του χτες όσο για εκείνη του σήμερα.
Login and Registration Form