Κωδικός προϊόντος: Ψ3000 | ISBN: 978-960-250-633-2
Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας. Φιλολογίας της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Συγγραφέας:
Μεταφραστής:
Επιλεγόμενα:
Εκδοτικός οίκος:
Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας. Φιλολογίας της παγκόσμιας λογοτεχνίας
Ειδική Τιμή
7,66 €
Από
10,95 €
-30%
Τιμή εκδότη με ΦΠΑ €10.95
Σε απόθεμα
Διαθεσιμότητα Κατόπιν παραγγελίας
Πόντοι Ανταμοιβής 8
Κωδικός
Ψ3000
Χαρακτηριστικά Βιβλίου
Κατηγορία
Βιβλία, Ανθρωπιστικές και Κοινωνικές Επιστήμες, Ιστορία, Θεωρία και Κριτική της Λογοτεχνίας
Βάρος
0,15
Εκδοτικός οίκος
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Ημερομηνία τελευταίας εκτύπωσης
12 Σεπ 2016
Ημερομηνία 1ης παρούσας έκδοσης
1 Απρ 2016
Διαστάσεις
11x18.5
Τίτλος Πρωτότυπου
Giambattista Vico und die Idee der Philologie - Philologie der Weltliteratur
Σελίδες
88
Περιγραφή
Εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης
Το πολυσήμαντο έργο του Γερμανοεβραίου φιλολόγου Έριχ Άουερμπαχ γεφυρώνει τη φιλολογία ως ιστορική μάθηση μ’ έναν γενικότερο στοχασμό για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Το πρώτο και παλαιότερο δοκίμιο, Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας (1936), μικρό δείγμα της μακράς και επίμονης ενασχόλησης του Άουερμπαχ με τον Ιταλό φιλόσοφο, εξετάζει τη Νέα Επιστήμη ως το πρώτο μείζον έργο της ερμηνευτικής φιλολογίας και συναρτά την αυτόνομη θεμελίωση της φιλολογικής επιστήμης με την ιστορικότητα του Βίκο. Προκειμένου να ανακαλύψει την πνευματική ιδιοσυστασία του ανθρώπου κατά τις απαρχές του πολιτισμού, ο Βίκο εφάρμοσε τις φιλολογικές μεθόδους στην ερμηνεία των μύθων, των πανάρχαιων μνημείων της γλώσσας, του δικαίου, της θρησκείας και της ποίησης. Όπως σημειώνει ο Άουερμπαχ, η φιλολογία αναδεικνύεται έτσι «σε πεμπτουσία της επιστήμης του ανθρώπου ως ιστορικού όντος, οπότε συμπεριλαμβάνει όλους τους σχετικούς επιστημονικούς κλάδους, επομένως και την ιστορική επιστήμη με τη στενή έννοια. Η δυνατότητά της εδράζεται στην προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι μπορούν να κατανοούν ο ένας τον άλλο, ότι υπάρχει ένας κόσμος κοινός για όλους τους ανθρώπους, προσιτός και οικείος στον καθένα μας». Το δεύτερο και ύστερο δοκίμιο, η Φιλολογία της παγκόσμιας λογοτεχνίας (1952), κείμενο φιλοσοφικής ωριμότητας αλλά και εντυπωσιακής επικαιρότητας για τις λογοτεχνικές σπουδές (και όχι μόνον), αναδιατυπώνει μια νέα, κάθε άλλο παρά αφελή αποτίμηση του ουμανισμού και συγχρόνως αποτελεί τον συνοπτικότερο και μάλλον τον ωριμότερο λόγο περί της φιλολογικής μεθόδου του Άουερμπαχ. Όσο περισσότερο ενοποιείται η υφήλιος τόσο περισσότερο πρέπει να διευρύνεται η συνθετική και προοπτική θεώρηση και η παγκόσμια λογοτεχνία να θεωρείται ως πολλαπλό υπόβαθρο ενός κοινού πεπρωμένου. «Φιλολογική μας πατρίδα –γράφει χαρακτηριστικά ο Άουερμπαχ- είναι όλη η υφήλιος? δεν μπορεί πλέον να είναι το έθνος. Ασφαλώς την πιο πολύτιμη και αναντικατάστατη κληρονομιά του φιλολόγου εξακολουθούν να την αποτελούν η γλώσσα και η παιδεία του δικού του έθνους? για να την αξιοποιήσει όμως, οφείλει να την αποχωριστεί και να την υπερβεί. Σήμερα, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό που για την προεθνική, μεσαιωνική παιδεία ήταν κοινό κτήμα: την επίγνωση ότι το πνεύμα δεν έχει εθνικότητα».
Το πολυσήμαντο έργο του Γερμανοεβραίου φιλολόγου Έριχ Άουερμπαχ γεφυρώνει τη φιλολογία ως ιστορική μάθηση μ’ έναν γενικότερο στοχασμό για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τον πολιτισμό. Το πρώτο και παλαιότερο δοκίμιο, Ο Τζανμπαττίστα Βίκο και η ιδέα της φιλολογίας (1936), μικρό δείγμα της μακράς και επίμονης ενασχόλησης του Άουερμπαχ με τον Ιταλό φιλόσοφο, εξετάζει τη Νέα Επιστήμη ως το πρώτο μείζον έργο της ερμηνευτικής φιλολογίας και συναρτά την αυτόνομη θεμελίωση της φιλολογικής επιστήμης με την ιστορικότητα του Βίκο. Προκειμένου να ανακαλύψει την πνευματική ιδιοσυστασία του ανθρώπου κατά τις απαρχές του πολιτισμού, ο Βίκο εφάρμοσε τις φιλολογικές μεθόδους στην ερμηνεία των μύθων, των πανάρχαιων μνημείων της γλώσσας, του δικαίου, της θρησκείας και της ποίησης. Όπως σημειώνει ο Άουερμπαχ, η φιλολογία αναδεικνύεται έτσι «σε πεμπτουσία της επιστήμης του ανθρώπου ως ιστορικού όντος, οπότε συμπεριλαμβάνει όλους τους σχετικούς επιστημονικούς κλάδους, επομένως και την ιστορική επιστήμη με τη στενή έννοια. Η δυνατότητά της εδράζεται στην προϋπόθεση ότι οι άνθρωποι μπορούν να κατανοούν ο ένας τον άλλο, ότι υπάρχει ένας κόσμος κοινός για όλους τους ανθρώπους, προσιτός και οικείος στον καθένα μας». Το δεύτερο και ύστερο δοκίμιο, η Φιλολογία της παγκόσμιας λογοτεχνίας (1952), κείμενο φιλοσοφικής ωριμότητας αλλά και εντυπωσιακής επικαιρότητας για τις λογοτεχνικές σπουδές (και όχι μόνον), αναδιατυπώνει μια νέα, κάθε άλλο παρά αφελή αποτίμηση του ουμανισμού και συγχρόνως αποτελεί τον συνοπτικότερο και μάλλον τον ωριμότερο λόγο περί της φιλολογικής μεθόδου του Άουερμπαχ. Όσο περισσότερο ενοποιείται η υφήλιος τόσο περισσότερο πρέπει να διευρύνεται η συνθετική και προοπτική θεώρηση και η παγκόσμια λογοτεχνία να θεωρείται ως πολλαπλό υπόβαθρο ενός κοινού πεπρωμένου. «Φιλολογική μας πατρίδα –γράφει χαρακτηριστικά ο Άουερμπαχ- είναι όλη η υφήλιος? δεν μπορεί πλέον να είναι το έθνος. Ασφαλώς την πιο πολύτιμη και αναντικατάστατη κληρονομιά του φιλολόγου εξακολουθούν να την αποτελούν η γλώσσα και η παιδεία του δικού του έθνους? για να την αξιοποιήσει όμως, οφείλει να την αποχωριστεί και να την υπερβεί. Σήμερα, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό που για την προεθνική, μεσαιωνική παιδεία ήταν κοινό κτήμα: την επίγνωση ότι το πνεύμα δεν έχει εθνικότητα».
Login and Registration Form