Ζέφη Συρίβλη, Η εξαφάνιση της Μπέλλας (Σειρά: Μυστήρια για δύο, βιβλίο 1)
Γράφει η Λίνα Λυχναρά
Η Εξαφάνιση της Μπέλλας της Ζέφης Συρίβλη είναι ένα μυθιστόρημα που ανήκει στην αστυνομική λογοτεχνία, ένα είδος που ακολουθεί, σε γενικές γραμμές, μια εξελικτική λογική, σύμφωνα με την οποία καλλιεργείται στην αρχή μια ατμόσφαιρα μυστηρίου γύρω από ένα έγκλημα ή ένα σοβαρό παράπτωμα που διαπράττεται από κάποιον άγνωστο, του οποίου η ταυτότητα αποκαλύπτεται συνήθως στο τέλος της αφήγησης. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, η σκηνή της αποκάλυψης του δράστη του εγκλήματος αποτελεί την κορυφαία στιγμή του βιβλίου.
Το ενδιαφέρον στα βιβλία αυτού του είδους επικεντρώνεται στο μυστήριο που καλύπτει τον δράστη, αλλά και στο παιχνίδι της παραπλάνησης που οφείλει να κάνει ο συγγραφέας προς τον αναγνώστη οδηγώντας τον σε λάθος υποψίες για το ποιος είναι ο «κακός».
Αν έρθουμε στο βιβλίο μας τώρα, το μυστήριο πλέκεται γύρω από την Μπέλλα, την εξαφανισμένη σκυλίτσα του κεντρικού ήρωα του βιβλίου που ακούει στο όνομα Νικόλας.
Όταν η σκυλίτσα εξαφανίζεται, το αγόρι και η φίλη του η Λένη αναλαμβάνουν τον ρόλο του ιδιωτικού ντετέκτιβ και την αναζητούν. Πέρα από το μυστήριο της αναζήτησης και το σασπένς που έντεχνα καλλιεργείται παρακολουθώντας την αγωνία των παιδιών για την τύχη του αγαπημένου τους κατοικίδιου, στο μυθιστόρημα αυτό συναντάμε πολλές ακόμη συγγραφικές αρετές.
Ως προς το αφηγηματικό πρόσωπο, η Ζέφη Συρίβλη επιλέγει να δίνει τον λόγο πότε στον έναν και πότε στον άλλον ήρωα. Έτσι, οι τίτλοι κάθε κεφαλαίου –με το όνομα του παιδιού του οποίου παρακολουθούμε τη σκέψη και τις πράξεις– επιτρέπουν στον αναγνώστη την άμεση επικοινωνία με αυτό.
Ως προς τον τόπο όπου εξελίσσεται η δράση, η Ζέφη Συρίβλη έχει επιλέξει μια μεσοαστική γειτονιά των Αθηνών. Μ’ αυτό τον τρόπο δηλώνει πως δεν ποντάρει σε καμία γραφικότητα ή εύκολο εξωτισμό. Το έργο το έχουν αναλάβει οι δύο έφηβοι κι αυτό που τους κάνει ενδιαφέροντες είναι το αμείλικτο, σαρκαστικό βλέμμα τους.
Λέει ο Νικόλας για μια γειτόνισσά του: «Από πάνω ακούστηκε μια πόρτα να κλείνει. Την ίδια στιγμή σχεδόν άνοιξε μια άλλη πόρτα και σχεδόν ταυτόχρονα άκουσα τη φωνή της κυρίας Μπουκλέ. Οι αμέτρητες μπούκλες της είναι η αιτία που την έχω βαφτίσει έτσι. […] Το τηλέφωνο είναι η αγαπημένη της συνήθεια, ή καλύτερα η προέκταση του χεριού της. Ξεκινάει από τις οχτώ το πρωί και σταματάει όταν πια πηγαίνει για ύπνο. Συνήθως πηγαινοέρχεται στο σαλόνι με το πουράκι στο ένα χέρι και το τηλέφωνο στο άλλο».
Η αμείλικτη εφηβεία χαρίζει στον αναγνώστη εξαιρετικές καρικατούρες καθημερινών ανθρώπων. Βέβαια, δεν είναι πάντα σκωπτικά σχεδιασμένοι οι ήρωες. Υπάρχει διαρκώς κι αυτό που είναι απαραίτητο στο είδος της αφήγησης: το ρίγος του θρίλερ.
Όταν ο Νικόλας βρίσκει ανοιχτή την πόρτα ενός γείτονα, θα ανακαλύψει έναν τοίχο καλυμμένο με ράφια. Και στα ράφια υπήρχαν κούκλες: «Βασικά, υπήρχαν μόνο τα κομμένα κεφάλια τους. Μαύρες και άσπρες. Φρίκαρα! Το θέαμα ήταν πραγματικά ανατριχιαστικό» λέει.
Η ιστορία οδηγείται στη λύση της αφού οι δύο έφηβοι περάσουν όλες τις δοκιμασίες της συνάντησης με τον δράστη της απαγωγής, ο οποίος έχει καταλάβει πως γνωρίζουν την εγκληματική του δράση και επιχειρεί να τους παραπλανήσει.
Θα είχε ενδιαφέρον να εφαρμόσουμε τον έλεγχο της «αντίστροφης ανάγνωσης», δηλαδή της ανάγνωσης από το τέλος μέχρι την αρχική ανακάλυψη της εξαφάνισης της σκυλίτσας, η οποία αποδεικνύει πως δεν υπάρχει καμιά αυθαιρεσία στην πλοκή, καμία ευκολία στην πύκνωση του μυστηρίου, καμία υπέρβαση στους χαρακτήρες των ηρώων. Το βιβλίο έχει την απαραίτητη εντιμότητα που απαιτεί το είδος και, επιπλέον, έχοντας έφηβους πρωταγωνιστές, τους μεταχειρίζεται με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα, φανερώνοντας ταυτόχρονα τη διάθεση της συγγραφέα να αντιμετωπίσει κατάματα το κοινό των αναγνωστών της και να μην το θεωρήσει σαν «εύκολο» για το είδος που υπηρετεί.
Η Λίνα Λυχναρά είναι καθηγήτρια στα πανεπιστημιακά τμήματα του Γαλλικού Ινστιτούτου και συγγραφέας.
Login and Registration Form