Ελένη Σαραντίτη, Ο κήπος με τ' αγάλματα

Η Ελένη Κατσαμά συνομιλεί με την Ελένη Σαραντίτη με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός της με τίτλο Ο κήπος με τ' αγάλματα.

 

Ποια ήταν η αφορμή για να γράψετε το βιβλίο Ο κήπος με τ’ αγάλματα;

 

Δεν υπήρξε μια συγκεκριμένη αφορμή, μια ώθηση ή κάποιο κίνητρο να με ελκύσει ώστε να καταπιαστώ με τη συγγραφή του Κήπου με τ’ αγάλματα. Η επιθυμία μου, και αμέσως ύστερα η σπουδή μου, να γράψω το βιβλίο αυτό ήρθε ξάφνου και χωρίς να το προσχεδιάσω. Ήρθε σαν ένας ευγενικός, μα ακάλεστος επισκέπτης. Ήρθε με πολλά χαμόγελα και το πρόσωπό του έλαμπε· τα μάτια του αστραποβολούσαν. «Καλώς ορίσατε…» είπα ήρεμα και, ενώ στην καρδιά ένιωθα έναν κόμπο, αλλά γλυκύτατο, του έδειξα την αγαπημένη πολυθρόνα της γιαγιάς μου, που είχαμε φέρει με άλλα ωραία και αγαπημένα, εύχρηστα και αναγκαία πράγματα, τότε, με τη μετακόμισή μας από τη Νεάπολη της Λακωνίας στην Αθήνα. Στην Πλάκα. Οδός Κυδαθηναίων. Στην πλατεία Φιλομούσων.

Και, για να μην επεκτείνομαι, ο επισκέπτης –νεότατος, με ευχάριστο πρόσωπο και λυγερές κινήσεις– κάθισε. Αμίλητος στην αρχή, με κοίταζε διακριτικά, τον κοίταζα κι εγώ, όμως θυμάμαι σαν να ήταν χθες τη φωνή του όταν πήρε να μου μιλά: θερμή, χαμηλή, μ’ εκείνο το ανεπαίσθητο ερωτηματικό που συνοδεύει κάθε λέξη, κάθε κουβέντα των κατοίκων του τόπου μας, ζήτησε τα μάτια μου, με κοίταξε και: «Μην έχεις έννοια και, προπαντός, στενοχώρια· αφού το ξέρεις, αφού όλοι το γνωρίζουμε: Τίποτα δε χάνεται. Τίποτα! Μη θαρρείς πως χάθηκαν και πάνε έτσι οριστικά και ανεπιστρεπτί οι γονείς σου. Εδώ κοντά είναι. Γύρω σου και μέσα σου. Αιωνίως θα τους κουβαλάς. Κι αυτή η αγάπη, που καμιά φορά αγνοούμε την ισχύ της, η αγάπη αυτή είναι χαρά. Δεν είναι πένθος. Να τους σκέπτεσαι και να αγαλλιάζεις. Πόσω χρονών είσαι; Α, ναι. Είκοσι πέντε. Ω, η κατάλληλη ηλικία για να βγάλεις προς τα έξω τα λαμπερά, νοτισμένα πετράδια της καρδιάς σου. Και έχεις μπόλικα. Θα αστραποβολήσουν τυπωμένα στο χαρτί γιατί γεννήθηκαν ευλογημένες ώρες. Από το σώμα ετούτης της γης βγήκαν και έλαμψαν στον ήλιο. Για τα αγάλματα, τα αγάλματά μας, λέω. Της πατρίδας μας το αίμα και η ζωή. Του λαού μας η περηφάνια. Και τώρα, όσον αφορά τα παιδιά που σου χάρισαν την πολύτιμη φιλία τους, να επανέρχεσαι σ’ αυτά καθώς πρέπει να τα λογαριάζεις προίκα της ψυχής και εφόδιο του πνεύματος. Γι’ αυτό μην τ’ αφήσεις όλα ετούτα τα ευλογημένα που σου δόθηκαν έρμαιο της λήθης. Γράφε. Γράψε τα. Θυμήσου τα, κι εκείνα θα σε θυμηθούν. “Επέστρεφε…” καταπώς έγραψε ο αγαπημένος σου ποιητής, ο μέγας Καβάφης. “Επέστρεφε” λοιπόν. Και για να συνεχίσω με τον Αλεξανδρινό, σκέψου κι εσύ πως “Το πήραμε, το πήγαμε εν αγάπη κ’ εν τιμή” είχε ικετέψει.

Κι εσύ, καλή μου, ”εν αγάπη κ’ εν τιμή” θα γράψεις το βιβλίο που το όνομά του θα γίνει γνωστό ως Ο κήπος με τ’ αγάλματα».

Εκεί ακριβώς ο γλυκύτατος άγνωστος άνδρας με κοίταξε· το πρόσωπό του έλαμπε από ευτυχία και καλοσύνη. «Τελείωσα, συμπατριώτισσα. Με εννόησες, φαντάζομαι. Λέω να φεύγω. Σε χαιρετώ από καρδιάς. Και να δώσει ο Θεός, καλή αντάμωση ξανά!» Τον κοίταξα τη στιγμή που χανόταν μέσα σ’ ένα γαλανό φως. «Ώρα καλή…» ψιθύρισα με δάκρυα γλυκά, δάκρυα της χαράς. Η παλιά πολυθρόνα της γιαγιάς τώρα ήταν άδεια.

«Όπως στα όνειρα…» σκέφτηκα. «Ή σαν τα παραμύθια!»

Αυτή ήταν η αφορμή για να γράψω το βιβλίο Ο κήπος με τ’ αγάλματα. Και αν σας μπέρδεψα λιγάκι, συμπαθάτε με. Βλέπετε, πέρασαν τόσα χρόνια από εκείνη την ξεχωριστή και αξέχαστη επίσκεψη.

 

Υπήρξατε κι εσείς μέλος αυτής της καλοκαιρινής παρέας; Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια γι' αυτό;

 

Πώς θα μπορούσα να είχα χάσει αυτόν τον παιδικό παράδεισο; Εκείνα τα παιχνίδια πλάι στο κύμα ή στην αγκαλιά της θάλασσας που μας περίμενε τραγουδώντας ακατάπαυστα –για καλωσόρισμα– σκοπούς μελωδικούς, φερμένους από ωκεανούς μακρινούς ή από αμμουδιές χρώματος τριανταφυλλί, εξωτικές, ακρογιαλιές με μοναδικούς κατοίκους εκείνα τα πουλιά τα μυθικά, τα παραδείσια, με το πολύχρωμο φτέρωμα, τα ψηλά λεπτά πόδια και τα μεγάλα μάτια; Αχ, τι εικόνες μάς έφερναν οι ναυτικοί μας από τα μακρινά ταξίδια τους!!!

 

«Έφτασες μέχρι τις εφτά θάλασσες, καπετάν Γιάννη; Τις έπλευσες κιόλας; Πες μας, πες μας…» και όλοι κρεμιόμαστε από το μειλίχιο στόμα του πατέρα μου, από τα μάτια του που σπίθιζαν. Ω, εκείνες οι γυναίκες –πεντάμορφες, σου λέει– με τα μακριά μαύρα μαλλιά που τους έφταναν μέχρι τους γοφούς, να κωπηλατούν στα μονόξυλα από το ξημέρωμα! Στον Ατλαντικό. Ανοιχτά της Αργεντινής, πέρα από τη Γη του Πυρός, αντίκρυ στην Tierra del Fuego, όπως σημειώνεται στους χάρτες. Νότιο ημισφαίριο, φυσικά· Γοργόνες τις ονόμαζαν οι ναυτικοί, ενώ απλώς ήταν Ινδιάνες της περιοχής. Όχι πολύ μακρύτερα, ορθώνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια ο μεγαλύτερος παγετώνας της Αμερικής, ο Hellados del Patagonia με τ’ όνομα. 

 

«Λέγε, καπετάνιο» αδημονούσε ο Αρτεμάκης, «και μετά, τι έγινε μετά;», πάντα ανυπόμονος ο Βασίλης. «Πόπο!!!» η Ροδιά. «Αχ και να ’μουνα με τον Μοσχάνθη… Να με πήγαινε –δε θέλω μακριά– μέχρι τη Σύρα να ταξίδευα ή, αν ήμουνα τυχερή, να έφτανα κάποτε –πού ξέρεις;– ως την Αλάσκα με τις άσπρες αλεπουδίτσες και τα ολόασπρα κυνηγιάρικα σκυλιά…» 

«Αχ και να ’μουν σε καράβι και να ταξίδευα συνέχεια. Να μου μιλάνε οι γλάροι και οι μύχοι, να μου γελάνε τα δελφινάκια, αχ! Να μου κλείνουν το μάτι τη νύχτα τα άστρα… αχ!» στέναζε η Ποτούλα ενώ στα μάτια της ταξίδευαν δελφίνια και θαλασσοπούλια. Συχνά και αγριόπαπιες. 

 

«Εγώ, πάντως, το έχω δηλώσει. Άμα μεγαλώσω και έρθει η ώρα, βγάζω φυλλάδιο – και μην τον είδατε…» ακούστηκε ο Λεωνίδας. «Ο καπετάν Σπύρος λέει πως στα πληρώματα υπάρχουν και γυναίκες. Ασυρματίστριες, μαρκόνισσες, που λένε. Θα μου άρεσε…» ακούστηκε σκεπτική η Φιλίτσα. «Ναι, αλλά θέλει σπουδές ειδικές λένε…» την αποθάρρυνε ο Βούλης.

 

«Πότε θα μας πεις, καπετάν Μήτσο, για κείνο το σκελετωμένο αγοράκι στο λιμάνι του Πειραιά, στην Κατοχή, που πεινούσε τόσο, το κακόμοιρο, που ψάρευε με ένα καλάμι σάπιες λεμονόκουπες και τις έτρωγε με ευχαρίστηση μεγάλη…» «Σαν τι άλλο να σας πω; Ε, να, πήρα στα χέρια τη φρατζόλα που θα τρώγαμε τέσσερις νοματαίοι, ζύγωσα το αγόρι χωρίς να του μιλήσω, του την άφησα στα χέρια κι εκείνο την έσφιξε στην αγκαλιά του και άρχισε να τρώει και να κλαίει. Εγώ ανέβηκα το μαδέρι για το καΐκι. Ντρεπόμουνα που ήμουν άνθρωπος εκείνον τον καιρό…»

 

Η Ροκούλα, η Φιλίτσα, ο Αρτεμάκης, ο Λεωνίδας, ο Βασίλης, η Ροδιά, ο Βούλης, του λόγου μου η Λενίτσα, η Ποτούλα, η υπέροχη παρέα μας. Και για έναν μήνα η τσιγγανούλα, η πανέξυπνη Γιόλα, παλιά γνωριμία, και τα ξαδέρφια της, ο Αντρέας και ο Χρήστος. Και μια Γερμανιδούλα συνομήλική μας, Ούττε το όνομά της. Αλλά αυτή, δυστυχώς, δεν έμεινε πολύ και κρίμα για τον Αρτεμάκη που γλύκαινε και κοκκίνιζε το πρόσωπό του όταν την έβλεπε. Αλλά και η Ούττε δεν ήταν καθόλου αδιάφορη…

Α, μην ξεχάσω το φιλαράκι μας τον Οδυσσέα. Το σκυλί μου με τα μεγάλα γλυκά μάτια, το βελούδινο τρίχωμα και τη μαλαματένια καρδιά. Τον είχε φέρει ο πατέρας από το λιμάνι της Αμβέρσας. Ήταν ένα μεγαλόσωμο ήμερο μπρακ, με ωραίο κορμί σαν του ελαφιού και κεχριμπαρένια μάτια. Τακτικός θαμώνας του κήπου με τ’ αγάλματα. Όπως όλοι μας άλλωστε. Αισθανόμαστε εκείνο το καλοκαίρι, εμείς τα παιδιά της παρέας, πως είχε ανάψει στις καρδιές μας μια φωτιά που δεν έκαιγε παρά φώτιζε και οι γλώσσες της χάιδευαν απαλά τις κρυφές μας σκέψεις και τα αυριανά όνειρά μας. Ευωδίαζε ο κήπος. Αστραποβολούσαν ομορφιά, γαλήνη και ακριβή, πολύτιμη πατρίδα τα αγάλματα, δεσμοί ισχυροί αναπτύσσονταν μεταξύ μας που ποτέ δεν καταλύθηκαν, γέμιζαν εικόνες τα μάτια μας, που όλα τα αποτύπωναν και όλα τα στοίβαζαν στη μνήμη τους βαθιά, εικόνες από αγρούς ανθισμένους και ευωδιαστούς, λοφοπλαγιές που με το δειλινό γίνονται γαλάζιες και με το ξημέρωμα ροδίζουν. Μαθαίναμε και το τραγούδι της θάλασσας και τη γλώσσα της λευκής φώκιας που λημέριαζε στον Καβο-Μαλιά με το μικράκι της. Μαθαίναμε την αγάπη, την ανοιχτή καρδιά, την ευθύνη, τον σεβασμό σε ό,τι αξίζει, σε ό,τι μας κάνει ωραιότερους ανθρώπους και πιο συμμέτοχους στη χαρά, στον πόνο, στην ανάγκη μα και στο θαύμα που είναι αυτός ο κόσμος.

 

«Σας έλεγα μόλις τώρα πώς και γιατί τ’ αγόρια της γειτονιάς θέλουν την παρέα μας, εμάς των πέντε κοριτσιών. Και σας είπα: μας αρέσει να γυρίζουμε και να ψάχνουμε. Να βλέπουμε τον κόσμο έξω από τα σπίτια μας, ακόμη πιο πέρα από τις αυλές μας. Α, ναι, γι’ αυτό. Και για άλλα. Εξάλλου ο κόσμος είναι γεμάτος θαύματα, όλοι το λένε. Να μην τα γνωρίσουμε; Να μην τα χαρούμε;» διευκρινίζει σε κάποιο σημείο του βιβλίου, απευθυνόμενη στους αναγνώστες, η αφηγήτρια της ιστορίας, και μέλος της παρέας του μακρινού εκείνου καλοκαιριού αλλά και αργότερα, η Λενίτσα· η μικρή, ζωηρή τότε κοπελίτσα ευτύχησε μεγαλώνοντας να γίνει συγγραφέας και να γράψει, ανάμεσα σε πολλά άλλα βιβλία, και το αισιόδοξο και αγαπητό O κήπος με τ’ αγάλματα.

 

Γιατί είναι σημαντικό τα παιδιά να σχετίζονται με τα μνημεία του τόπου τους;

 

Οι περισσότεροι ενήλικες στρέφουν τη σκέψη και τις ελπίδες τους στα παιδιά, στους νέους, όταν οι ίδιοι επαναστατούν σιωπηρά: επιζητούσαν και οραματίζονταν έναν καλύτερο κόσμο, με πολίτες συνετούς, συγκροτημένους. Ανθρώπους με ματιά ερευνητική και εφόδια κατάλληλα ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν καταπόνηση, κάθε είδους δυσχέρεια, άτομα ικανά να πλησιάσουν και, εν τέλει, να κατακτήσουν τους στόχους τους. Έτσι τους ονειρεύονταν τους νέους που θα αναλάμβαναν να συνεφέρουν την καταπονημένη από αμέτρητα δεινά πατρίδα και μαζί να την κάνουν σεβαστή –όπως παλιά– και φωτοδότρια. Οι πόλεμοι. Η ταπείνωση από λογής εισβολείς. Οι εσωτερικές διαμάχες…

Τώρα που η Ελλάδα γεννά τόσα φωτεινά πνεύματα είναι καιρός και τα παιδιά, με την κατάλληλη καθοδήγηση και την ειλικρινή συμπαράσταση των μεγαλύτερων, να στρέψουν τη ματιά τους (και την καρδιά τους) προς εκείνους που δημιούργησαν το θαύμα του πολιτισμού σ’ ετούτη τη χώρα που στενάζει από το βάρος της αθανασίας στο οποίο οι νέοι πρέπει να γίνουν κοινωνοί. Και είναι αυτονόητο: κοιτάζοντας προς το παρελθόν ανοίγει ο δρόμος για το μέλλον. Και είναι τόσα τα θαύματα που γεννήθηκαν μέσα στη γεμάτη φως της Γνώσης Αρχαία Ελλάδα. Βλέποντας τα δημιουργήματα τέχνης, τεχνικής, διάνοιας, οραματισμών, σκέψης και περηφάνιας, επιμονής και αντοχής, φαντασίας και αγάπης, δημιουργήματα αθάνατα, σεβαστά, εκθαμβωτικά, γνωρίζοντάς τα, αγαπώντας τα, η ψυχή τους θα ταξιδέψει στους χρόνους που έδωσαν νόημα στην αισθητική, στο ωραίο, στο μέτρο, στην έρευνα και στον στοχασμό.

Τα μνημεία που μένουν αδιαφιλονίκητοι μάρτυρες της λαμπρής έκρηξης του πνεύματος, των αρετών, των χαρισμάτων, των εξαιρετικών ικανοτήτων των προγόνων μας, της αφοσίωσης στο ωραίο και απλό είναι σαν λουτρό ομορφιάς, υψηλής αισθητικής και περίσκεψης. Και για τους νέους και για τους μεγαλύτερους.

Γνωρίζοντας την ομορφιά ο νέος, αργότερα δε θα στραφεί προς το ταπεινό και ευτελές, αλλά θα γίνει εκλεκτικός και θα αποζητά το ξεχωριστό και, επιπλέον, θα μάθει να αγαπά διπλά όχι μόνο την ομορφιά, αλλά και την πατρίδα που γέννησε τα λαμπρά αυτά έργα.

«Γνώθι σαυτόν» ήταν χαραγμένο στο αέτωμα του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ήταν ρήση του Χείλωνα του Δαμαγήτου, του Λακεδαιμόνιου – άνδρας σεβαστός και θεωρούμενος ως ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας. Γνωρίζοντας τον εαυτό μας, γνωρίζουμε την πατρίδα μας, το παρελθόν μας, την καρδιά μας. Γιατί πατρίδα είναι πάνω από όλα, και πέρα από κάθετι, η καρδιά μας.

Έχω μέσα στην καρδιά μου την πατρίδα που λάμπει από χάρη, γλυκύτητα, δύναμη και ομορφιά. Έχω έναν κήπο με αγάλματα!

 

Είναι τα παιδιά συμφιλιωμένα με την προγονική κληρονομιά τους;

 

Αν πω ότι αρκετές φορές στενοχωριέμαι με την απόσταση που βλέπω να κρατούν αρκετά παιδιά μας από ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε, την προγονική μας κληρονομιά, είναι που κρύβω, δυστυχώς, ένα πικρό παράπονο και εμπειρίες μερικές φορές απογοητευτικές. Βεβαίως και δεν αναφέρομαι στο σύνολο των νέων μας ή σε πλήθος παιδιών. Ορισμένα όμως που γνώρισα (και άλλα που δε γνώρισα και στα οποία αναφέρομαι) αγνοούν την ουσία και το θάμβος της ελληνικής ιστορίας και την ακτινοβολία της, αγνοούν τι έφερναν και τι πήγαιναν οι θάλασσες, ποιες μουσικές έπαιρνε ο αέρας, ποιοι στίχοι ζέσταιναν και γλύκαιναν τους ξενιτεμένους, τους ερωτευμένους, τις νέες μανούλες, ποια στήθη καίγονταν για το δίκιο.

Ποτέ δε συγκλονίστηκαν ακόμα και δεν προβληματίστηκαν παρακολουθώντας το έργο ενός αρχαίου τραγικού, μια τραγωδία, η οποία ουσιαστικώς είναι «μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας», ενέργειες θεών και ανθρώπων δηλαδή, που ο Αριστοτέλης τη θεωρεί ως το ύψιστο καλλιτεχνικό είδος. Πρόκειται για τα ανώτερα προϊόντα του τρόπου ζωής μιας κοινότητας και έχουν να κάνουν με την υψηλή τέχνη.

Υπάρχουν παιδιά που δεν είναι όχι συμφιλιωμένα, αλλά ούτε ενημερωμένα. Οι αιτίες είναι πολλές και ο χώρος δεν επαρκεί να αναφερθώ αναλυτικά σ’ αυτές. Ας θυμίσω (και τονίσω) μονάχα ότι τα αιώνων δεινά του λαού μας είχαν αντίκτυπο στην παιδεία μας. Όμως τώρα οι νέοι μας μορφώνονται, εργάζονται για το μέλλον, που το επιθυμούν καλύτερο από το παρόν, προέρχονται από γενιές αγωνιστών, τους παραστάθηκαν σπουδαίοι ποιητές, εκδίδονται στη χώρα μας σπουδαία βιβλία (Ελλήνων και ξένων δημιουργών) και η λαϊκή μας παράδοση είναι πλουσιότατη και παρούσα. Τα μουσεία μας εκθέτουν θησαυρούς. Η γλώσσα μας, από την εποχή του Ομήρου, δεν έχει υποστεί μεγάλες ή βάρβαρες αλλοιώσεις. Ο λαός μας, παρά τις εσωτερικές και εξωτερικές περιπέτειες, δεν έχει αλλοτριωθεί. Τα ανείπωτης ομορφιάς και υψηλής αισθητικής μνημεία στέκουν χιλιάδες χρόνια φύλακες του πνεύματος και ενός πολιτισμού που καταύγασε την ανθρωπότητα. Αν οι γονείς, αν οι δάσκαλοι και τα σοβαρά μέσα ενημέρωσης άνοιγαν έναν διάλογο με τα παιδιά, αν οι ίδιοι τα παρακινούσαν με το παράδειγμα της αγάπης τους στην πατρίδα και στα επιτεύγματα του λαού μας, αν έρχονταν πιο κοντά πιο γλυκά και θερμά στα παιδιά με τη συνομιλία, και οι ίδιοι θα ωφελούνταν και, προπαντός, τα παιδιά μας, που τα περιμένουμε να τα καμαρώσουμε πολίτες άξιους, να προσδώσουν το κύρος και τον σεβασμό που αρμόζει στον δικό μας αγαπημένο, ακριβό και πανάρχαιο τόπο.

 

Ποια ήταν τα συναισθήματά σας όταν είδατε τους χαρακτήρες των παιδιών και τα αγάλματα, στη σειρά που βασίστηκε στο βιβλίο σας, στη μικρή οθόνη; Ήταν κοντά σε αυτό που είχατε φανταστεί όταν το γράφατε;

 

Καταρχάς ας διευκρινίσω ότι όταν έγραφα το βιβλίο δεν ήξερα αν θα εκδοθεί καν, παρότι είχε προηγηθεί η κυκλοφορία (τι μάταιη βιασύνη!) μιας συλλογής με διηγήματά μου, με αισθήματα πληθωρικά και με ωραία γλώσσα· η γλώσσα, κληρονομημένη από τον καπετάνιο πατέρα μου. Τις νύχτες, στα μεγάλα ταξίδια, οι ναυτικοί, με τη νοσταλγία του σπιτιού στα μάτια και στην καρδιά, αφηγούνταν παραμύθια παλιά και πάντα ζωντανά και άφθαρτα. Το πλήρωμα κρεμόταν από τα χείλη του πατέρα μου, του καπετάν Γιάννη.

Έγραψα τον Κήπο με τ’ αγάλματα στα είκοσι πέντε, περίπου, χρόνια μου. Δε χρειάστηκε πολύς χρόνος για να ολοκληρωθεί. Η ιστορία μου έτρεχε βιαστική, δίχως δισταγμό και πολλή σκέψη. Βλέπετε, όλα ήταν μέσα μου, όλα ζωντανά και αδημονούσαν να βγουν στο φως και να φωλιάσουν, όμοια πουλιά, στα χέρια των παιδιών. Εκείνο το υπέροχο καλοκαίρι στον κήπο με τα πανώρια αγάλματα πράγματι το έζησα, ήταν κτήμα μου, δώρο για την ψυχή μου που λαχταρούσε, διότι λίγους μήνες πριν είχαμε ανείπωτες απώλειες. Οι γονείς μου ταξίδεψαν «στα μακρινά τα ξένα» καταπώς λέει το δημοτικό τραγούδι.

Λοιπόν αυτό το βιβλίο ήταν το δώρο των «ξενιτεμένων» μας. Το γνωρίζω γιατί, τελειώνοντας, ένιωσα μέσα μου και γύρω μου ένα φρέσκο, ζείδωρο αεράκι να με συντροφεύει και να με ευεργετεί.

Στην τηλεοπτική σειρά με τη σκηνοθεσία του Παντελή Βούλγαρη τα παιδιά ήταν υπέροχα· όλα. Ιδιαιτέρως τα τσιγγανάκια, που είχαν έλθει από τον γειτονικό καταυλισμό. Με γοήτευσαν. Το τραγούδι τους, ιδιαιτέρως του Γιώργου Παϊτέρη, μέλι έσταζε και τα μεγάλα μάτια τους έδειχναν ευτυχισμένα που συνεισέφεραν και αυτά στη δημιουργία του πρώτου ελληνικού παιδικού σίριαλ. Και πώς να μη θυμηθώ την εμπνευσμένη μουσική του Σταμάτη Σπανουδάκη ή τη φωτογραφία του Συράκου Δανάλη! Και βεβαίως οφείλω πολλά στον Νίκο Πιλάβιο, διευθυντή παιδικού προγράμματος της ΕΡΤ1, που αγάπησε πολύ το βιβλίο και το πρότεινε, αναλαμβάνοντας και την παραγωγή του έργου, το οποίο προβλήθηκε σε χώρες της Ευρώπης αλλά και στην Αυστραλία. Οι ηθοποιοί που υποδύθηκαν τους ενήλικους συγγενείς, φίλους, γείτονες ήταν πολλοί, γνωστοί και εξαιρετικοί στους ρόλους τους. Και η θάλασσα μια μαγεύτρα ακύμαντη, χρώματος τιρκουάζ. Τα αγάλματα ήταν προπλάσματα, δανεισμένα από το Αρχαιολογικό μας Μουσείο. Απλώς ήταν υπέροχα· εκτυφλωτικά. Έκπαγλα.

Τα συναισθήματά μου ήταν σαν ένα μπουκέτο από φρέσκα λουλούδια της άνοιξης μες στην καρδιά μου. Μοσκοβολούσαν ευτυχία και παραμύθια και όνειρα αγάπης και ταξιδιών. Ήμουν συνεπαρμένη. Πήγα με τα παιδιά μου στα γυρίσματα μια φορά· δεν ξαναπήγα. Μου αρκούσε το ότι το βιβλίο μου έφευγε από μένα και γινόταν κτήμα τόσων ταλαντούχων ανθρώπων – ενηλίκων και ανηλίκων. Έπειτα, αισθανόμουν ότι ο λόγος είναι πάντα διαφορετικός από την εικόνα, και η εικόνα ήταν λαμπρή.

Οι φίλοι, η παρέα εκείνου του καλοκαιριού, αισθάνονταν ευτυχισμένοι με την τηλεταινία – μάλιστα ο Λεωνίδας, καπετάνιος πια, την είδε πλέοντας προς τις ακτές της Μαδαγασκάρης. Κέρασε όλο το πλήρωμα από τη συγκίνηση και τη χαρά του. Και όλοι στη Νεάπολη της Λακωνίας, όσοι δέθηκαν στον κήπο με τ’ αγάλματα –και δέθηκαν με άρρηκτους δεσμούς– την έβλεπαν με ευδαιμονία. Γελούσαν από χαρά, δάκρυζαν από νοσταλγία.

Στη Νορβηγία, που ταξίδεψα κάποιο καλοκαίρι με τα παιδιά μου, στο σαλόνι του ξενοδοχείου, και οι τρεις συσκευές της τηλεόρασης πρόβαλλαν τον Κήπο με τ’ αγάλματα. Ξαφνιάστηκαν τα αγόρια μου, τους φαινόταν απίστευτο. Εγώ δεν ξαφνιάστηκα – ήξερα. Ευχαρίστησα μονάχα όποιον τα ορίζει αυτά, τα θέματα της χαράς μα και της λύπης, εκείνον που μας κάνει ανθρώπους με αισθήματα και όνειρα από φως!!!

 

Θέλετε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιους τίτλους βιβλίων, είτε για παιδιά είτε για μεγάλους, που θα θέλατε να είχατε γράψει εσείς ή που θαυμάσατε διαβάζοντάς τα;

 

Είναι τόσα πολλά τα βιβλία που διάβασα. Τα βιβλία που λάτρεψα. Και πόσα ακόμη με περιμένουν – ή τα περιμένω. Δόξα τω Θεώ, τροφή ψυχής, πλούτος ανυπολόγιστος. Την έλαβα αυτή τη χάρη. Α, δεν έχω παράπονο… Έζησα, μέσω των βιβλίων, ζωές αμέτρητες. Περπάτησα σε δρόμους που με ξεσήκωναν. Και με σήκωναν. Μέχρι τα ουράνια. Έζησα «πράματα και θάματα». Πού να σας τα λέω…

Γνωρίζοντας τις δυνάμεις και τις κλίσεις μου, την παιδεία μου και τα αισθήματά μου, ποτέ, ειλικρινώς, δε μονολόγησα «Αχ, να το είχα γράψει αυτό το βιβλίο εγώ…». Απόλαυσα χιλιάδες βιβλία και στάθηκα με σεβασμό εμπρός τους. Τα είχα στα χέρια μου αγκαλιά μέρες. Μου δόθηκαν και αυτά όσο και όπως τα ’θελα. Τι άλλο να επιθυμήσω;

Όχι. Ό,τι πολύ σεβάστηκα το άφησα ανέγγιχτο από προσωπικές επιθυμίες και φιλοδοξίες. «Γνώθι σαυτόν» είπα λίγο πριν.

Θα μπορούσα όμως να σας απαριθμήσω ορισμένα που αγάπησα, που θαύμασα, που μου παραστάθηκαν, που μου φτέρωσαν τις μέρες και έδωσαν ιλαρό φως στα μάτια μου – ας είναι ευλογημένα.

 

Ας ξεκινήσω με τον Θερβάντες και τον υπέροχο Δον Κιχώτη της Μάντσα, αλλά και τις υποδειγματικές νουβέλες του, ας συνεχίσω με τον Βικτόρ Ουγκό και τους Αθλίους, με τον Αλέξανδρο Δουμά και τον Κόμη Μοντεχρήστο, με την Πρώτη αγάπη του Γκόρκι, τον Τολστόι με τον Πόλεμο και Ειρήνη, τον Παλαιοβιβλιοπώλη και το Γράμμα μιας άγνωστης του Τσβάιχ. Ακόμη, ο Μαρκ Τουέιν και το Χάκλμπερι Φιν, του Τζον Στάινμπεκ Το μαργαριτάρι και του Χέμινγουεϊ Για ποιον χτυπά η καμπάνα. Της Κάρσον ΜακΚάλλερς Πρόσκληση σε γάμο, της Τόνι Μόρρισον Αγαπημένη, της Τζόυς Κάρολ Όουτς Το μπλουζ των ραγισμένων καρδιών.

Τόμας Χάρντυ και Η Τες των ντ’ Υμπερβίλ, Τσαρλς Ντίκενς Μεγάλες Προσδοκίες, Όσκαρ Ουάιλντ Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας, Έμιλυ Μπροντέ Ανεμοδαρμένα Ύψη. Αλλά και Μαργκερίτ Γιουρσενάρ Αδριανού Απομνημονεύματα. Και το Κουκλόσπιτο της Τζέσσι Μπάρτον, της Χάννα Κεντ Οι Καλοί και του Φερνάντο Αραμπούρου Πατρίδα. Χαρούκι Μουρακάμι με το Νορβηγικό δάσος, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες το Έρωτας στα χρόνια της χολέρας.

Να αναφερθώ στους μεγάλους Έλληνες ποιητές: Σολωμό, Σεφέρη, Καβάφη, Ελύτη, Ρίτσο, Παλαμά, Βαλαωρίτη, να μιλήσω για τον Βρεττάκο, τον Βιζυηνό ή για τον Παπαδιαμάντη; Τις νεότερες: Μαρία Λαϊνά, Τζένη Μαστοράκη, Κική Δημουλά και Kατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ;

 

Να λησμονήσω τον Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερύ ή τον Μυστικό Κήπο της Φράνσις Μπέρνετ; Να προσπεράσω τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου της Άλκης Ζέη ή την Αιολική Γη και το συγκλονιστικό Νούμερο 31328 του Βενέζη;

 

Τόσοι κι άλλοι τόσοι συγγραφείς έρχονται απ’ όλες τις γωνιές της γης όταν τους ανακαλώ, και με ευφραίνουν, και με παρηγορούν, και μου τάζουν πως με τα βιβλία, με τη φιλία, με τον αγώνα, με την ομορφιά των πράξεών μας, αλλά και τον σεβασμό και την υπερηφάνεια για το Γένος μας, θα γλυκάνει η όψη και η καρδιά αυτού του κόσμου, και πως, ναι, οπωσδήποτε, θα γίνει καλύτερος.