Μπορείς να «αισθανθείς» τον άνεμο; Με αφορμή το βιβλίο της Μαρίας Σκιαδαρέση «Σαν άνεμος. Λόρδος Μπάιρον»

Γράφει ο Γιώργος Χατζόπουλος

Το παρελθόν πάντοτε με γοήτευε και με γοητεύει, γι’ αυτό και ως συγγραφέας, αλλά και ως εκπαιδευτικός, μου αρέσει πολύ να καταγίνομαι μαζί του.

Η Χούντα, ο Εμφύλιος, η Κατοχή, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Επανάσταση του 21 είναι περίοδοι της Ιστορίας μας που με απασχόλησαν και με απασχολούν.

Στις βιβλιογραφικές μου αναζητήσεις σημαντική θέση κατέχει η Ιστοριογραφία, όμως εκείνο που επίμονα αναζητώ είναι κείμενα που δε θα μου προσφέρουν απλά μία γνώση, αλλά μία «αίσθηση του παρελθόντος».

Λέγοντας «αίσθηση», εννοώ την αντίληψη του παρελθόντος όχι ως αθροίσματος πολεμικών συγκρούσεων, συμφωνιών εξωτερικής πολιτικής και άλλων τέτοιων ιστορικών γεγονότων,

αλλά ως αθροίσματος μικρών καθημερινών πράξεων, συναισθημάτων, ιδεών και άλλων πληροφοριών, ως πεδίου σύγκρουσης ηθικών αξιών και συμπεριφορών.

Μία τέτοια αντίληψη του παρελθόντος μάς βοηθά να «συναισθανθούμε» τις αγωνίες, τον πόνο, τις χαρές ανθρώπων που έζησαν σε μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο,

να αντιληφθούμε τη σχέση τους με την πολιτική και οικονομική ζωή των κοινωνιών στις οποίες έζησαν,

να συνειδητοποιήσουμε τα κίνητρα και τις αλήθειες που καθοδήγησαν τις ζωές τους

και έτσι να φωτίσουμε καλύτερα όχι μόνο το παρελθόν, αλλά και το παρόν.

Και οι τέσσερις (4) Προσωπογραφίες της Μαρίας Σκιαδαρέση από τις Εκδόσεις Πατάκη,

Τα χρόνια της φωτιάς (Κανάρης), Λίγο πριν το τέλος (Ρήγας Φεραίος), Ο πρίγκιπας (Αλέξανδρος Υψηλάντης), Σαν τον άνεμο (Λόρδος Μπάιρον), μας χαρίζουν απλόχερα αυτή την «αίσθηση του παρελθόντος» χάρις:

- στο αβίαστο δέσιμο της μυθοπλασίας με την Ιστορία

- στη χρήση της γλώσσας

- στο πλήθος των διάσπαρτων πραγματολογικών στοιχείων

- στις διακριτικές βιβλιογραφικές αναφορές που συνοδεύουν την αφήγηση

- και στο μοτίβο του αναστοχασμού που υπάρχει και στα τέσσερα βιβλία.¹

Από τα τέσσερα (4) βιβλία θα ήθελα όμως να σταθώ στην πιο πρόσφατη έκδοση της σειράς με τίτλο Σαν τον άνεμο για τον Λόρδο Μπάιρον, όχι μόνο λόγω της αγάπης που έχω από έφηβος ακόμη στον ρομαντικό ποιητή, αλλά και γιατί παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με τα άλλα.

Πρώτα απ’ όλα είναι το μόνο από τα τέσσερα (4) βιβλία στο οποίο η Μαρία Σκιαδαρέση επιλέγει να μιλήσει για τον Λόρδο Μπάιρον όχι μέσα από τη φωνή του ίδιου του ποιητή (όπως συνέβη με τον Κανάρη, τον Ρήγα και τον Υψηλάντη), αλλά μέσα από τις σκέψεις και τις σκόρπιες μνήμες του Ουίλλιαμ Φλέτσερ, του προσωπικού υπηρέτη του Λόρδου Μπάιρον.

Ήταν μία επιλογή που στην αρχή με ξένισε. Γιατί η συγγραφέας να απεμπολήσει ένα εύρημα που λειτούργησε πετυχημένα στα τρία προηγούμενα βιβλία; Εννοώ το εύρημα του αναστοχασμού των ίδιων των πρωταγωνιστών επάνω στη ζωή τους και στα ιστορικά γεγονότα που έζησαν. Επίσης γιατί να επιλέξει τη φωνή ενός υπηρέτη για να μιλήσει για τον εμβληματικότερο φιλέλληνα, για τον πιο αντιπροσωπευτικό ρομαντικό συγγραφέα του 19ου αιώνα;

Όσο προχωρούσε όμως η ανάγνωση του βιβλίου, τόσο περισσότερο αντιλαμβανόμουν πόσο πετυχημένη ήταν η επιλογή του υπηρέτη του Λόρδου Μπάιρον ως αφηγητή της ζωής του.

Το ύφος, το λεξιλόγιο αλλά και το γεγονός ότι ο Ουίλλιαμ Φλέτσερ επέλεξε να σταθεί περισσότερο στον συναισθηματικό κόσμο του ποιητή και σε κάποιες φαινομενικά ασήμαντες πτυχές του παρελθόντος του έκαναν την αφήγηση ανθρώπινη, αληθινή και πειστική: «Ήταν παιδί ευαίσθητο, κλεισμένο στον δικό του κόσμο…», «ονειρευόταν έναν γενναίο θάνατο με το σπαθί στο χέρι…», «Γιατί τις τελευταίες μέρες μιλούσε ιταλικά κι όχι τη μητρική του γλώσσα;».

Καθώς ο Ουίλλιαμ Φλέτσερ μάς αφηγείται το ταξίδι του Λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι και όσα συνέβησαν στην εκεί παραμονή του, μας εκμυστηρεύεται τις επιθυμίες, τους φόβους, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του κυρίου του σε σχέση με την Ελληνική Επανάσταση.

Εκεί που μας αφηγείται πως ο Λόρδος Μπάιρον φροντίζει την εμφάνισή του ή τον περιγράφει την ώρα που ατενίζει τη θάλασσα, με το «ευρύ του μέτωπο», το «αδιόρατο μουστάκι» και τα «μάτια σαν αμύγδαλα», λίγο μετά μας λέει ποια ήτανε η στάση του απέναντι στον «αδερφοφάγο πόλεμο» των Ελλήνων: «Αν δε φιλιώσουν, δεν πάω πουθενά!».

Παράλληλα με αυτό το αβίαστο δέσιμο μυθοπλασίας και Ιστορίας έχουμε και ένα πλήθος από πραγματολογικά στοιχεία. Ανώδυνες λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής που ανασυστήνουν την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα της κοινωνίας όχι μόνο του Μεσολογγίου, αλλά και της Αγγλίας του 19ου αιώνα.

Πληροφορίες όπως η απέχθεια του υπηρέτη προς το κρέας προβατίνας και το λιπαρό ρύζι που ήτανε αναγκασμένος να τρώει στο Μεσολόγγι, οι εξαντλητικές δίαιτες στις οποίες υπέβαλε τον εαυτό του ο Λόρδος Μπάιρον γιατί φοβόταν πως θα παχύνει, η απουσία τζακιού στα ελληνικά σπίτια, η αφαίμαξη με βδέλλες που επέβαλαν οι γιατροί στον Λόρδο μάς βοηθούν όχι μόνο να πειστούμε για την αληθοφάνεια της αφήγησης, αλλά και να κατανοήσουμε καλύτερα την εποχή.

Και η γλώσσα του κειμένου με τη σειρά της συμβάλλει να αποδοθεί με επιτυχία η ατμόσφαιρα της εποχής. Πλήθος λέξεων (όπως μαγκάλι, πίπιζα, παχτωτής, λουφές, ρέμπελος), που επεξηγούνται στο κάτω μέρος των σελίδων του βιβλίου μάς βοηθούν να εγκλιματιστούμε στην εποχή και ταυτόχρονα ενισχύουν την αληθοφάνεια της αφήγησης,

όπως επίσης και οι ενενήντα (90) σημειώσεις που βρίσκονται στο τέλος κάθε μέρους του βιβλίου, οι οποίες δίνουν πληροφορίες για πρόσωπα, γεγονότα, ημερομηνίες, τοπωνύμια, αλλά και για ήθη και έθιμα της εποχής.

Όμως, μαζί και πέρα από όλα αυτά, εκείνο που πάνω απ’ όλα πετυχαίνει το βιβλίο της Μαρίας Σκιαδαρέση είναι να φωτίσει μία σειρά από ερωτήματα που έχουν βασανίσει πολλούς θαυμαστές και μελετητές του Μπάιρον, σύγχρονους και μεταγενέστερους:

- Γιατί ο κορυφαίος ίσως ρομαντικός της εποχής του εγκατέλειψε τη λογοτεχνία για την επαναστατική πράξη, τους στίχους για την επανάσταση;

- Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον Μπάιρον να έρθει στο Μεσολόγγι και εντέλει «να αποθάνη εις την Ελλάδα και διά την Ελλάδα»;

- Ποια ήταν η πραγματική συμβολή του στον Αγώνα;

- Τι αξία έχει για εμάς τους Έλληνες σήμερα η ζωή και το έργο του;

Άμεσες και ευθείες απαντήσεις στις παραπάνω ερωτήσεις η συγγραφέας δε μας δίνει. Μας δίνει όμως «ίχνη», άλλοτε αμυδρά και ελαφρά, όπως τον χωρισμό των γονιών του, τις κακές σχέσεις που συνέχισε να έχει μαζί τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του,

μας δίνει «χνάρια», άλλοτε βαθιά και ευδιάκριτα, όπως το εκ γενετής κουσούρι του (ήταν ελαφρώς χωλός) και τον ατίθασο και αυθάδη χαρακτήρα του που τον οδήγησε να στραφεί ενάντια στην ίδια του την τάξη («πρώτη φορά ένας αριστοκράτης μιλούσε ενάντια σε αριστοκράτες»),

μας δίνει «αποτυπώματα», άλλοτε παλιά ή πρόσφατα, όπως τη ρομαντική ενατένιση του θανάτου («να βρει έναν γενναίο θάνατο με το σπαθί στο χέρι επιθυμούσε») ή «το όραμά του μία ελεύθερη Ελλάδα να γίνει το παράδειγμα για ολόκληρο τον κόσμο»

και ένα σωρό άλλα σημάδια προκειμένου να ανασυστήσουμε την προσωπικότητα ενός ανθρώπου «που πέρασε σαν άνεμος» από την ελληνική ιστορία και που πράγματι άφησε μία «άσβηστη λάμψη στις μίζερες ζωές μας».

-------------------------------

¹ Σε αυτά τα πέντε (5) χαρακτηριστικά επικεντρώνομαι και σαν εκπαιδευτικός, όταν διαβάζουμε ένα ιστορικό μυθιστόρημα με τους μαθητές μου στην τάξη. Πάντα με την πίστη και την ελπίδα πως ο εντοπισμός, η επισήμανσή τους και η σπουδή πάνω σε αυτά θα μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε την Ιστορία μας μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, ώστε επιτέλους να γίνει μέρος της συλλογικής μας συνείδησης και ταυτότητας.

 

Ο Γιώργος Χατζόπουλος είναι συγγραφέας.